- αμυντικός
- -ή, -ό (Α ἀμυντικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άμυνα2. πρόσφορος, κατάλληλος για άμυνααρχ.1. (για ζώα) ο πρόθυμος, έτοιμος να αποκρούσει επίθεση ή ενόχληση (αντίθ. φυλακτικός)2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ή αμυντικήτέχνη, τρόπος, μέσα άμυνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.ΠΑΡ. νεοελλ. αμυντικότητα].
Dictionary of Greek. 2013.